- εκτράχυνση
- η1. μεταβολή τής ομαλότητας σε τραχύτητα, τράχυνση, σκλήρεμα («η εκτράχυνση τών σχέσεων μεταξύ τών δύο χωρών»)2. μτφ. όξυνση, ένταση, επιδείνωση, χειροτέρευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτράχυνση — η 1. η μεταβολή της ομαλότητας σε τραχύτητα, το σκλήρεμα. 2. μτφ., όξυνση, ένταση, χειροτέρευση: Η εκτράχυνση των σχέσεων των δύο κρατών ίσως οδηγήσει σε πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της … Dictionary of Greek